- κακοήθους
- κακοήθηςill-disposedmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
πλασμώδιο της ελονοσίας — Πρωτόζωο της τάξης των αιμοσποριδίων, της ομοταξίας των σπορόζωων. Είναι παράσιτο των ερυθρών αιμοσφαιρίων του ανθρώπινου αίματος και είναι η αιτία της ελονοσίας. Ο εξελικτικός του κύκλος, που αποκαλύφτηκε με τις περίφημες εργασίες του Ιταλού… … Dictionary of Greek
безнравьныи — (2*) пр. Порочный, безнравственный: на тѣхъ оубо неистовьство можемъ пособиѥ по||лоучити не безнравьно ни тоужде отъ ст҃ыихъ писании (οὐ κακοηϑοῦς) КЕ XII, 150а б; безънравнии бо и мерзъции по законоу соуще доброизвѣтно прежере(ч)но мерзости… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
ενδεπιθηλιακός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο επιθήλιο 2. φρ. α) «ενδεπιθηλιακοί αδένες» ολιγοκύτταροι αδένες κατώτερων ζώων β) «ενδεπιθηλιακό επιθηλίωμα» μορφή επιθηλιακού νεοπλάσματος ή κακοήθους εξαλλαγής που εντοπίζεται στα κύτταρα τού επιθηλίου … Dictionary of Greek
κακοήθεια — η (Α κακοήθεια, ιων. τ. κακοηθίη) [κακοήθης] 1. η ιδιότητα τού κακοήθους, τού μοχθηρού, η φαυλότητα, η αισχρότητα («μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας» ΚΔ) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) το δυσίατο ή ανίατο («κακοήθεια τῆς νόσου»,… … Dictionary of Greek
κοσκινίτης — ο 1. είδος κακοήθους σπυριού 2. παρωνυχίδα … Dictionary of Greek
μελανουρία — και μελανούρηση, η ιατρ. η αποβολή μελανίνης με τα ούρα, που μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα χαρακτηριστικό κακοήθους μελανώματος … Dictionary of Greek